- λάσκω
- λάσκω (Α)1. (για πράγματα) κάνω κρότο, ηχώ («λάκε χαλκὸς νυσσομένων ξίφεσίν τε καὶ ἔγχεσι», Ομ. Ιλ.)2. (για πτηνό) κράζω, κρώζω3. (για σκύλο) γαυγίζω («Σκύλλη... δεινὸν λελακυῑα», Ομ. Οδ.)4. (για πρόσ.) κραυγάζω, φωνάζω δυνατά («λέληκεν ἤν καὶ μηδέν' ἀνθρώπων ὁρᾷ», Σιμων.)5. βγάζω χρησμό («τί δῆτα Φοῑβος ἔλακεν ἐκ τῶν στεμμάτων;», Αριστοφ.)6. εκστομίζω μεγαλοφώνως («ὀλολυγμόν... ἔλασκον εὐφημοῡντες», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. αορ. ἔλακον και παρακμ. λέληκα είναι οι αρχαιότεροι αναγόμενοι σε ΙΕ. ρίζα *lā(ı)- «κραυγάζω». Από το θ. τού αορ. σχηματίστηκαν οι ενεστ. λάσκω < *λάκ-σκω με επίθημα -σκω (πρβλ. γηράσκω) και λακάζω, ενώ από το θ. τού παρακμ. σχηματίστηκαν οι τ. λᾱκέω, ἐλᾱκησα. Η αρχική σημ. τού θ. ήταν «κραυγάζω», από όπου η σημ. «κάνω θόρυβο, τρίζω» για τον τ. λακέω και η σημ. τού «μιλώ, ανακοινώνω» για τους τ. ἔλακον και λάσκω].
Dictionary of Greek. 2013.